αἴσχιστον

αἴσχιστον
αἴσχιστον
αἰσχρός
causing shame: masc acc sg
αἰσχρός
causing shame: neut nom /voc /acc sg

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αἴσχιστον — αἰσχρός causing shame masc acc sg αἰσχρός causing shame neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύνθετος — η, ο / σύνθετος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύνθετος, ον και τ. θηλ. συνθετὴ ή συνθέτη Α [συντίθημι] 1. αυτός που έχει συγκροτηθεί από πολλά επιμέρους τμήματα ή στοιχεία αρμονικά ενωμένα, ο πολυμερής (α. «σύνθετη λέξη» λέξη που απαρτίζεται από δύο ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”